χηνιδεύς

χηνιδεύς
-έως, και χηνιδής, -οῡς, ὁ, Α
χηνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα -ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ-ιδεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χηνιδεῖς — χηνιδεύς gosling masc acc pl χηνιδεύς gosling masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκτιδεύς — ( έως), ο το νεογνό της αρκούδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + (πατρωνυμικό επίθημα) ιδεύς, το οποίο δηλώνει κυρίως τα νεογνά ζώων (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, χηνιδεύς κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδής — οῡς, ὁ, Α βλ. χηνιδεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”